- φάνταξη
- η, Ν [φαντάζω / φαντάσσω]1. επιδεικτική εξωτερική εμφάνιση2. φαντασίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάνταξη — η 1. η εξωτερική επιδεικτική εμφάνιση: Επαραιτήθηκε ... ως και από την εξωτερική της φάνταξη (Α. Λασκαράτος). 2. φανταξιά, φαντασίωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανταξιά — η, Ν φαντασίωση, πλάσμα τής φαντασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάνταξη κατά τα θηλ. σε ιά] … Dictionary of Greek